Τα βραβευθέντα ποιήματα των 32ων ποιητικών αγώνων των Δελφών

Τ’ ΑΛΚΟΟΛΟΥΧΟ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟ

 

Ποίηση: Τάσου Μάντζιου

 

(Α΄Βραβείο των 32ων ποιητικών αγώνων των Δελφών της Π.Ε.Λ.)

 

Κοιτάς έξω απ’ τα τείχη!…

Και είναι η πεδιάδα,

απ’ τους εχθρούς ανέλπιστα αδειανή!…

Ανέλπιστα αδειανή, απ’ άκρη σ’ άκρη!…

Κι ύστερα από το ξάφνιασμα,

Χαρά και ευφορία, σε κατακλύζουν…

Χαρά και ευφορία μεγάλη!…

Και δεν ρωτάς, το τι και πως…

Δεν εξετάζεις,

προς τι αυτή η εύνοια,

που τόσο γενναιόδωρα,

απ’ τους ταλανιστές σου, σε απαλλάσει!…

Μόνο σε στροβιλίζει

τ’ αλκοολούχο απρόσμενο!…

Σε συνεπαίρνει,

των ημερών το εδώδιμο!…

Κι αρχίζεις πάλι να ελπίζεις!…

Κι αρχίζεις να σχεδιάζεις

και να προγραμματίζεις

και να ιεραρχείς προτεραιότητες!…

Κι αρχίζεις πάλι να ονειρεύεσαι…

Κι αφήνεσαι!…

Και  δεν ακούς

-μα κι αν ακούς, καμία δεν δίνεις σημασία-

Τους χτύπους

απ’ τα τελευταία καρφιά

που βάζουνε οι Δαναοί

στον Δούρειο Ίππο!…

 

Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ

 

Ποίηση: Δημήτρη Παπακωνσταντίνου

 

(Ά Βραβείο των 32ων ποιητικών αγώνων των Δελφών της Π.Ε.Λ.)

 

«Ανήκω σε μία χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο»

Γιώργος Σεφέρης-Ομιλία στη Στοκχόλμη

 

Ένα ακρωτήρι, Θε μου, στο νερό είναι ο τόπος μου

λίγο χώμα λιγοστά τα δέντρα κι οι κοιλάδες

κλειστές στον κόρφο των βουνών που εποπτεύουνε

από ψηλά το μεροκάματο ως τη δύση.

 

Βράχια αρμυρά σπαρμένα στη σειρά είναι ο τόπος μου.

Κυκλάδες, Δώδεκα Νησιά κι η ωραία Κρήτη

κι άλλα μ’ ονόματα αφρισμένα που χαρίσανε

μια νύχτα ο γοργόνες μεθυσμένες.

 

Λιμάνια ολόφωτα με βάρκες θαλασσιές είναι ο τόπος μου.

Ο Αϊ-Νικόλας, η Σαπφώ κι η αγιά-Μαρίνα

Με την καρίνα κεντημένη ολοστόλιστη

Φύκια πλεγμένα του βυθού και αστερίες.

 

Ένα ακρωτήρι, Θε μου, στο νερό είναι ο τόπος μου

και παραμέσα Λάρισα, Κοζάνη, Σαλονίκη

πολύ ακριβό, αλλά χαλάλι όσα δώσαμε

ψυχές αμέτρητες μας κόστισε το χώμα.

 

Ο τόπος ξέρει τα τραγούδια που του γράψαμε

ξέρει την πίκρα και τα «βόηθα Παναγιά μου»

ξέρει το δάκρυ των παλιών και τα νυχτέρια τους

όπως τροχίζανε στην πέτρα τα μαχαίρια.

 

Ξέρει χορούς στ’ αλώνια κουρνιαχτούς

ξέρει τα γύφτικα κλαρίνα, τα βιολιά τους

ξέρει τους γάμους, τις χαρές, τις μπαλοθιές

και τα πικρά της ξενιτιάς λευκά μαντίλια.

 

Ο τόπος ξέρει τη σκιά μας και τα βήματα

τα όνειρα μας τα τρελά και τις αγάπες

τα ονόματα τα χέρια και τα έργα μας

τη φτώχεια τους καημούς και τη χαρά μας.

 

Ένα ακρωτήρι, Θε μου, στο νερό είναι ο τόπος μου…

 

 

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ

 

Ποίηση: Κώστα Βασιλάκου

 

(Β΄ Βραβείο των 32ων ποιητικών αγώνων των Δελφών της Π.Ε.Λ.)

 

 

Ο μικρός άγγελος Έξω από τα τείχη,

οι ληστές ακόνιζαν τα δόντια με αίμα.

Μέσα στην πόλη,

εμείς ορθώσαμε αναχώματα με προσευχές.

 

Στις τάφρους, η αθωότητα

θώπευε όπλα

και πόρνες.

Στις πύλες, οι γέροντες

έπαιζαν στα ζάρια

τον παράδεισο.

 

Οι άρρωστοι έσπερναν

έλεος στα καλντερίμια

της απόρριψης.

 

Στα ταβερνεία, οι νέοι

αναμείγνυαν την ελευθερία με ιδέες

και κόκκινο κρασί,

για να χρωματίσουν τα αετώματα .

 

Οι μισές γυναίκες στολισμένες

αδημονούσαν, για μια βόλτα

με πανσέληνους έρωτες.

Οι άλλες μισές έσκαβαν τάφους,

να θάψουν τα λόγια που λιποτάχτησαν.

 

Κανείς δεν έβγαλε το λιγοστό ψωμί στο λιοπύρι

να θραφούν οι ορφανές Κυριακές.

 

Μια κουκουβάγια, τρυπωμένη στα χαλάσματα,

τήραγε τα μελλούμενα και θρηνούσε.

 

 

Έκρωζε με ανατριχιαστική λαλιά:

– Εδώ, όλοι μαζί, σύψυχοι, να σιάξουμε το κατάρτι,

το φλάμπουρο και τα πανιά…

– Εδώ, όλοι μαζί, Ακάθιστοι,

να μείνουμε για έναν ύμνο βυζαντινό…

 

Την δέσανε με σκοινιά, την έβαψαν με κόκκινη μπογιά

και την έσερναν στα πέτρινα σοκάκια μισοπεθαμένη.

 

Τα μισερά βλέμματα των ανθρώπων ζητωκραύγαζαν.

 

Ένας μικρός άγγελος δάκρυσε,

την πήρε αγκαλιά, την έκρυψε στις φτερούγες του

και αναλήφθηκε στους ουρανούς.

 

Έψαλε με θεϊκή γλυκύτητα

-Η πόλη θα γεννηθεί από την αρχή…

-Θα έχει μόνο παιδιά, λουλούδια και πουλιά…

Σεραφείμ

Χερουβείμ.

 

 

Ο ΙΣΟΒΙΤΗΣ

 

Ποίηση: Γιώργου Γρηγορόπουλου

 

(Β΄ Βραβείο των 32ων ποιητικών αγώνων των Δελφών της Π.Ε.Λ.)

 

Μέσα στο σπήλαιο σαν μίμος, ξεπατικώνεις τις σκιές!

Με τις ασπόνδυλες τις σκέψεις συντροφιά,

ψηλαφίζεις  τα λυγερά νεύρα της αβύσσου,

κάνοντας έρωτα με το θάνατο,

μες στον υπέρλαμπρο τύμβο της αυταρέσκειας.

Διαπιστευμένος επιβήτορας του φόβου,

Θρυμματίζεις τη γνώση, που  ακροβατεί

Στ’ ακονισμένα δάκτυλα, μιας γριάς αυταπάτης.

Γαλουχημένης, στον μυελό του τρομαγμένου βλέμματος,

Μισθωμένης στα ξόανα φανταχτερών ειδώλων,

Βαριανασαίνει, σαν πεινασμένη αγέλη βρικολάκων,

Έτοιμη να ξεκληρίσει το φως.

Μαστιγώνει την αλήθεια με σεβασμό,

προς κάθε πρόσωπο που αρνήθηκε τη θέωση της,

ξεγλιστρώντας απ’ τους κυνόδοντες της έπαρσης.

Αφήνοντας για λάφυρα κενούς θρόνους,

Ήλιους σεληνιασμένους υπνοβάτες,

Πάνω στη νεκρική κλίνη των ονείρων.

Παραδομένους στα βουητά, στους ψιθύρους, λησμονημένων αγγέλων,

που εκλιπαρούν για ν’ ακούσεις, τους παλμούς που βρυχούνται,

μέσα σε τάφους ηρώων.

Μύθους ανέγγιχτους και γυμνωμένους σαν φωτοστέφανα,

Καρφωμένα στον όλεθρο της παγερής άγνοιας.

 

Μα εσύ άκαμπτος! Προσηλωμένος σε δοξασίες

Απατηλών παραδείσων, ταριχεύεις της ψυχής σου τη φλόγα,

Παζαρεύοντας τη νιότη σου, σε καθρέπτες φθαρμένους

Απ’ τη  μάταιη λάμψη που χαίρεις.

Θυσιάζοντας ευχές κι ελπίδες, λεκιασμένες απ’ τις δολωμένες σάρκες.

Υποταγμένες στο καραβάνι, που ζωές πλανεμένες

σαν φαντάσματα σέρνονται, στην αιώνια λήθη.

 

Η ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΑΜΦΙΤΡΙΤΗΣ

 

Ποίηση: Καλλιόπης  Δημητροπούλου

 

(Γ΄ Βραβείο των 32ων ποιητικών αγώνων των Δελφών της Π.Ε.Λ.)

 

 

Εγώ η Αμφιτρίτη της θαλάσσιας κραιπάλης,

συγκάτοικος της βροχής

και ενίοτε της νιόφερτης άνοιξης,

ωσάν αοιδός των παθών

τους στοχασμούς μου ψάλλω:

Κοντά πενήντα χρόνια, στέκω

σιμά στον απόσπερο της γης μου,

-της χώρας του Ομήρου-, εγγύτερα στους καημούς των κολίγων,

στου απόκληρου την αψάδα.

Πενήντα χρόνων λουλούδια στη μασχάλη

κι ο Μάης δεν τα κορφοκόπησε

γιατί τα σύδεντρά του τα αφόρμισε ο άνθρωπος.

Κι είδα τον άνθρωπο ν’ ανεβαίνει την οδό κλαυθμώνων,

να μαυλίζει τον άνθρωπο στον κυβισμό του χρόνου

χωρίς τα ζύγια του,

δίχως τελείες και ερωτηματικά

σε μια ευθύγραμμη σύληση

πάνω από τα παγκάρια με τους οβολούς τους.

Κι είδα τον κυρ-Αλέξαντρο να κείτεται

στης φόνισσας την παγωμένη φτέρνα,

τα ηφαίστεια ζυμωμένα στην παλάμη του Μακρυγιάννη

να αιμορραγούν στα μαρμαρένια αλώνια.

Θροεί της Αρετούσας το παράπονο

στων τραγικών το μνήμα.

Έτσι στερνός που στάθηκε ο πόνος του ξωμάχου

στ’ αμπέλι και στο στάχυ,

στο σταφύλι του Διόνυσου

και της Περσεφόνης τους δίσεκτους λειμώνες,

με μια χειραψία στα φυλλώματα της νόησης,

ας τον καλωσορίσουμε στη γιόρτα των Δελφών.

 

 

 

ΑΤΙΤΛΟ

 

Ποίηση: Λαμπρινής Λιάτσου

 

(Έπαινος των 32ων ποιητικών αγώνων των Δελφών της Π.Ε.Λ.)

 

Φλέβες ορθώνονται πεισματικά στον αδηφάγο χρόνο

Πασχίζουν κεντώντας τη ζωή να παραδώσουν τη σκυτάλη στο φυτώριο του μέλλοντος.

Σχισμές ποτάμια καταρράκτες, της ψυχής πόθων και πόνων αντανάκλαση

πορείες κάθετες, οριζόντιες, διαγώνιες, πράλληλες πορείες

οδοιπόροι μεθυστάνες κόκκινου ημίγλυκου οίνου

φλέβες ηφαίστεια λάβα ζεστή σαν τη ματιά της.

 

Αυλάκια τραχιά του καιρού σημάδια, χλωρά χαμόγελα της νιότης

χάρτες, παλάμες προσμονής, προσφοράς περπατησιές οι δέκα χερσόνησοι των δακτύλων

απολήγουν σ’ απόκρημνες ακτές, σκαμμένες  από θύελλες.

Αποτυπώματα αγώνα οι ρόζοι, ψάχνουν χαραματιές να ξαποστάσουν

λοφίσκοι κυρτωμένοι ως συμπληγάδες του μεροκάματου,

της ανατροφής και της σπουδής

χρέος η γέννηση κι η ανάσταση, αποκύημα της καρδιάς,

ευοίωνες ζωγραφιές.

Κηλίδες, νησιά σφραγίδες βιοπάλης, ρυτιδιασμένες μνήμες

συλλαβίζουν την ανιδιοτελη αγάπη.

 

Χορδές βιολιών σκιές στα χνάρια του απείρου και του υψηλού,

ψηλαφίζουν διαδρομές,

προσδοκούν το χάδι, πλάθουν όνειρα

κι έτσι, εκεί, απόκαμαν, το ’να πάνω στ’ άλλο σταυρωτά

σαν φτερούγες αετού που αποζητούν ανάπαυση…

Της μάνας χέρια.

 

 

ΜΑΝΑ ΜΟΥΡΑΓΙΟ

 

Ποίηση: Αντώνη Ευθυμίου

 

(Έπαινος των 32ων ποιητικών αγώνων των Δελφών της Π.Ε.Λ.)

 

Ένας απόμαχος κουρσάρος της ζωής

κάθεται σιωπηλός, εκεί σιμά στην κουπαστή.

Καρτερά μ’ ένα παπόρι αλλιώτικο

να σαλπάρει για το στερνό ταξίδι

κι ύστερα με το μάνταλο της πείρας

ν’ αμπαρώσει το ναυτικό του καλαντάρι.

 

Τα χέρια του τραχιά, ποτισμένα στη μοράβια,

μοιάζουν με σπασμένα κουπιά, με τσακισμένα φτερά,

και το ισχνό του κορμί, κατάρτι δακρυσμένο,

ένα άλμπουρο παλιό και σκουριασμένο.

 

Το βλέμμα του θολό, σαν την ασάλευτη ομίχλη,

βουλιάζει στην ενάλια αγκαλιά του αχανούς

κι ο νους του αδειανός, χωρίς αποσκεύες,

αναπολεί τις θύμησες που δήωσε ο χρόνος.

 

Τσιγάρο σέρτικο του καραβιού η τσιμινιέρα,

Μαύρος καπνός φιδοζώνει τα αλαργινά ονείρατα.

Ο ρόχθος των κυμάτων,

το άρρυθμο παραμιλητό της τρικυμίας,

χρίζεται τακτικός φρουρός της μοναξιάς.

 

Αίφνης, η βραχνή μπουρού σφυρίζει τον απόπλου,

προαναγγελία μιας ακόμη αναπότρεπτης φυγής.

 

Μια χαροκαμένη μάνα βολοδέρνει στο μουράγιο

και μ’ ένα λευκό μαντίλι κάνει το σινιάλο.

Ο ήλιος σκυφτός ασπάζεται τη θάλασσα,

μα εκείνη στέκει αγέρωχη, με το κεφάλι ψηλά,

λαχταρώντας το γιο της να φιλήσει ξανά.

 

Στην προκυμαία του αποχωρισμού

έχει προσδέσει την ύστατη ελπίδα

κι αν το κουράγιο της σωθεί

θα βρει γαλήνη στου πελάγου την αλμύρα.

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

 

Ποίηση: Λίζας Κωνσταντοπούλου

 

(Έπαινος των 32ων ποιητικών αγώνων των Δελφών της Π.Ε.Λ.)

 

Πράσινο δάσος, δείξε μου το δρόμο για να φύγω,

να πάω στου ήλιου τα γυμνά θεόρατα βουνά.

Κόκκινες χάντρες και μυρτιές και γύρω μου νεράιδες

χαμογελούν τα σήμαντρα, που στέκονται βουβά,

και γνέφουν παιχνιδιάρικα και λάμπουν και γελούνε,

πετάνε με τσακίσματα και με γλυκές ματιές.

Απ’ τ’ ουρανού τα φλογισμένα σύννεφα, σα ρίζες,

Βγαίνουν ακτίνες κι έρχονται, αγγίζουν την καρδιά μου

κι αναθαρρεύω και ριγώ, χαμογελώ και στέκω

όρθια μέσα σ’ έρημο ορίζοντα ακριβό.

Κι ακούω θόρυβο πηχτό, ακούω βαρβάτα άτια,

που τις οπλές βροντοχτυπούν κι έρχονται κατά δω,

καθώς του κόσμου τα σκληρά και γήινα μονοπάτια

πατούν κι αφηνιάζουνε και το κεφάλι στρέφουν

και ψάχνουν μ’ αγωνία ψηλά στο λαμπερό ουρανό.

Κοιτάνε πως να φύγουνε, πως να λευτερωθούνε,

πως να πετάξουνε ψηλά κι εκεί να φιληθούνε,

να γίνουνε πετούμενα, καράβια του αέρα,

με μια ελαφράδα απρόσμενη για το βαρύ τους σώμα

και με τη χάρη της ψυχής που πάει προς το Θεό.

Τα νιώθω που καλπάζουνε, βαριά που αγκομαχούνε

και ζω την αγωνία τους μεσ’ στ’ άσπρο των ματιών τους,

που με κοιτά, που μου ζητά, που με λυγμό μου γνέφει,

μα είναι πίσω μου πολύ κι ας έρχονται σιμά.

Κι άλλο να κάνω δε μπορώ, παρά εκεί να στέκω,

να περιμένω να ’ρχονται, να στρέφω το κεφάλι

και να αφουγκράζομαι αυτά… τα άτια της ψυχής μου.

 

 

ΑΙΣΙΟΔΟΞΟ

 

Ποίηση: Θανάση Αγγέλου

 

(Έπαινος των 32ων ποιητικών αγώνων των Δελφών της Π.Ε.Λ.)

 

Φως δημιουργίας άσβεστο!

Καταλύτη του απέριττου,

Λύχνε λυτρωτικών απαυγασμάτων,

Σμιλευτή αξεπέραστε του κάλλους των κιόνων!

Τη δύναμη της δωρικής πυγμής ταξινόμησες

βηματίζοντας στα όνειρα της σκέψης. Αφορμή έργου.

Φως! Λαμπρή γιορτή του σύμπαντος.

Ψυχής ανάσταση ο θόλος.

Λευκό σεντόνι ανάλαφρο, στρωμένο με πανσέδες

και ένα κρύας πηγής τρεχούμενο

– δώρημα γάργαρο – την πρόθεση ποτίζει.

 

Κι ο χρόνος σύκο, μέλωσε, την άνοιξη προστάζει:

 

Άνοιξε τα χρωματιστά, κόρη, πουγκιά τ’ Απρίλη.

Ν’ ανθοβολήσει η ευλάβεια, κάτασπρο φως να λούσει

της πασχαλιάς το ίδρωμα, μπουμπούκια που γεμίζει.

Μύρο να στάζει, του έρωτα, το βιολετί

στης πρόσχαρης καμπάνας το γλωσσίδι.

 

Λαμποκόπησε τότε, η ουράνια αίγλη∙

 

Γιορντάνια ποταμίσανε χρώματα μύρια.

Ανάμεσα στα χρώματα πετάριζε, χρυσή βροχή, η αγάπη.

Τα μίση κάμανε φτερά, φθόνοι και ζήλιες σβήσαν.

Ευθύς καρπίσαν οι βλαστοί.

 

Έσμιξε πλούτος και ένδεια σε μια αγκαλιά του Μάη.

 

Και, ενώ υπερίπταται κι ο φτερωτός θεός,

στο ακατάλυτο του χρόνου αέναο ξαπόσταμα,

σε μια ταεργιά – σιαγμένη από περίτεχνη πελαργού πλέξη

– της γνώσης το στάλιασμα, αγκαλιάζει

με σωφροσύνη το απόλυτο,

και απολαμβάνει το μαστόρεμα απογόνου

για τη διαφύλαξη του ΔΕΟΥΣ της ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ.

 

 

ΣΙΓΗ ΖΩΗΣ

 

Ποίηση: Δημήτρη Κολιδάκη

 

(Έπαινος των 32ων ποιητικών αγώνων των Δελφών της Π.Ε.Λ.)

 

«Ενός λεπτού σιγή

ως ελάχιστο φόρο τιμής…»

Έτσι είπανε.

Και ’μεις

που τη μισή ζωή μας ξοδέψαμε

στη σιωπή βυθισμένοι,

σε αγρύπνιες,

σε αγάπης κοιτάγματα,

σε αρρώστους

και σε πένθη ανθρώπων

της δικής μας καρδιά…

Και  ’μεις

που σε όλα σιωπήσαμε,

στα κλεμμένα μας όνειρα,

και στα «δεν» και στα «πρέπει»…

Τώρα,

από που να κρατήσουμε

της σιγής το λεπτό;

Από πού;

«Από την άλλη μισή!»

Έτσι είπανε.